- εισευπορώ
- εἰσευπορῶ (-έω) (Α)χορηγώ με αφθονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεισευπορώ — έω, Α θίνω προκαταβολή, συνεισφέρω προκαταβολικά («ἐκ τῶν ἰδίων ἄτοκα τὰ χρήματα προεισευπορεῑν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] … Dictionary of Greek
προσεισευπορώ — έω, Α βοηθώ κάποιον επί πλέον για να αποκτήσει κάτι («προσεισευπόρησα ἀργυρίου», Ισαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] … Dictionary of Greek
συνεισευπορώ — έω, Α χορηγώ, προμηθεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] … Dictionary of Greek